- διάφασις
- διάφᾰσις, εως, ἡ, ([etym.] διαφαίνω)A view through, opp. ἔμφασις, Thphr. Lap.30: metaph.,
ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b
, cf. Cic. Att.2.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b
, cf. Cic. Att.2.3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφάσεις — διάφασις view through fem nom/voc pl (attic epic) διάφασις view through fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφασιν — διάφασις view through fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφαση — η (Α διάφασις) νεοελλ. η αφυλαξία που προκαλείται από μια κίνηση αρχ. 1. διαφάνεια 2. (φιλοσ.) διαίσθηση, διόραση («κατ ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν Θεόν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
διαφάσεως — διαφάσεω̆ς , διάφασις view through fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)